- προσαγωγός
- ός , ό[ν] анат. приводящий (о мышцах)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προσαγωγός — attractive masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαγωγός — ό / προσαγωγός, όν, ΝΑ [προσάγω] νεοελλ. 1. αυτός που πλησιάζει ένα πράγμα προς κάτι άλλο («προσαγωγοί μύες» [ανατ.] μύες που φέρνουν ένα τμήμα τού σώματος προς το μέσο επίπεδο ή προς τον άξονα ενός άκρου και, ειδικότερα, τρεις ισχυροί μύες τού… … Dictionary of Greek
προσαγωγότερον — προσαγωγός attractive adverbial comp προσαγωγός attractive masc acc comp sg προσαγωγός attractive neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαγωγόν — προσαγωγός attractive masc/fem acc sg προσαγωγός attractive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαγωγότατα — προσαγωγός attractive adverbial superl προσαγωγός attractive neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαγωγότατον — προσαγωγός attractive masc acc superl sg προσαγωγός attractive neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαγωγοί — προσαγωγός attractive masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαγωγούς — προσαγωγός attractive masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαγωγῶς — προσαγωγός attractive adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαγωγῷ — προσαγωγός attractive masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρδευση — Η τεχνητή προσαγωγή νερού στις καλλιέργειες, απαραίτητη για την ανάπτυξη των φυτών, ώστε να συμπληρωθεί το έλλειμμα που προέρχεται από την ανεπάρκεια των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων. Για την ά. χρησιμοποιούνται νερά που προέρχονται από πηγές,… … Dictionary of Greek